φαινυλαλανίνη

φαινυλαλανίνη
η, Ν
(βιοχ.)
1. βασικό κυκλικό αμινοξύ, πολύ διαδεδομένο, το οποίο λαμβάνεται με υδρόλυση πολλών πρωτεϊνών
2. φρ. «4-μονοοξυγονάση φαινυλαλανίνης» ή «υδροξυλάση φαινυλαλανίνης»
(βιοχ.) ένζυμο τής ομάδας τών μονοοξυγονασών ή υδροξυλασών, που υπάρχει στο ήπαρ και το οποίο μετέχει στον καταβολισμό τής φαινυλαλανίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylalanine < phenyl (βλ. φαινύλιο) + alanine «αλανίνη]»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλκαπτονουρία — η Ιατρ. μάλλον σπάνια κληρονομική ανικανότητα τού οργανισμού (1 περίπτωση σε 200.000 γεννήσεις) να μεταβολίζει τα αμινοξέα τυροσίνη και φαινυλαλανίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < alkaptonuria ή alcaptonuria, νεολατιν. επιστημον. όρος < alkapton ή alcapton… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ομογεντισινικός — ή, ό (φρ) «ομογεντισινικό οξύ» (βιοχ.) οργανική ένωση που δημιουργείται ως ενδιάμεσο προϊόν τών αμινοξέων φαινυλαλανίνη και τυροβίνη, αλλ. αλκαπτόνη ή υδροξυσαλικυλικό οξύ …   Dictionary of Greek

  • φαινυλοπυροσταφυλικός — ή, ό, Ν φρ. α) «φαινυλοπυροσταφυλικό οξύ» (θιοχ.) κετονοξύ το οποίο αποτελεί την πρόδρομη ένωση τού αμινοξέος φαινυλαλανίνη στον κυτταρικό μεταβολισμό β) «φαινυλοπυροσταφυλική ολιγοφρενία» ιατρ. πνευματική καθυστέρηση οφειλόμενη σε μεταβολική… …   Dictionary of Greek

  • αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… …   Dictionary of Greek

  • βαζοπρεσίνη — Διεθνής ονομασία της αντιδιουρητικής ορμόνης, που εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης. Η ορμόνη αυτή προκαλεί σύσπαση των περιφερειακών αγγείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος και ελαττώνει το ποσό των εκκρινόμενων ούρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”