αλκαπτονουρία — η Ιατρ. μάλλον σπάνια κληρονομική ανικανότητα τού οργανισμού (1 περίπτωση σε 200.000 γεννήσεις) να μεταβολίζει τα αμινοξέα τυροσίνη και φαινυλαλανίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < alkaptonuria ή alcaptonuria, νεολατιν. επιστημον. όρος < alkapton ή alcapton… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
ομογεντισινικός — ή, ό (φρ) «ομογεντισινικό οξύ» (βιοχ.) οργανική ένωση που δημιουργείται ως ενδιάμεσο προϊόν τών αμινοξέων φαινυλαλανίνη και τυροβίνη, αλλ. αλκαπτόνη ή υδροξυσαλικυλικό οξύ … Dictionary of Greek
φαινυλοπυροσταφυλικός — ή, ό, Ν φρ. α) «φαινυλοπυροσταφυλικό οξύ» (θιοχ.) κετονοξύ το οποίο αποτελεί την πρόδρομη ένωση τού αμινοξέος φαινυλαλανίνη στον κυτταρικό μεταβολισμό β) «φαινυλοπυροσταφυλική ολιγοφρενία» ιατρ. πνευματική καθυστέρηση οφειλόμενη σε μεταβολική… … Dictionary of Greek
αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… … Dictionary of Greek
βαζοπρεσίνη — Διεθνής ονομασία της αντιδιουρητικής ορμόνης, που εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης. Η ορμόνη αυτή προκαλεί σύσπαση των περιφερειακών αγγείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος και ελαττώνει το ποσό των εκκρινόμενων ούρων … Dictionary of Greek